- προσαποτίθημι
- Α [ἀποτίθημι]1. αποταμιεύω κάτι ακόμη2. μέσ. προσαποτίθεμαιαποβάλλω κάτι ακόμη, χάνω επί πλέον («ὃς καὶ τοῡ ἀφαιρεθῆναι τὰ ἐκτὸς σὺν καὶ τῇ τοῡ σώματος ὑγιείᾳ προσαπέθετο», Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαπόθεσις — έσεως, ἡ, Α [προσαποτίθημι] πρόσθετη απόθεση, το να αφήνει κατά μέρος ή να τοποθετεί κανείς κάτι επιπροσθέτως … Dictionary of Greek